αυτογέννητος
Смотреть что такое "αυτογέννητος" в других словарях:
αυτογέννητος — αὐτογέννητος, ον (Α) αυτογενής … Dictionary of Greek
αὐτογέννητος — with her own child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογέννητον — αὐτογέννητος with her own child masc/fem acc sg αὐτογέννητος with her own child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογεννήτου — αὐτογέννητος with her own child masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογεννήτῳ — αὐτογέννητος with her own child masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογέννητα — αὐτογέννητος with her own child neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογέννητοι — αὐτογέννητος with her own child masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογέννητ' — αὐτογέννητα , αὐτογέννητος with her own child neut nom/voc/acc pl αὐτογέννητε , αὐτογέννητος with her own child masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτωρ — ἀπάτωρ ( ορος), ο (AM) [πατήρ] 1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα 2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος «αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος) 3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς… … Dictionary of Greek
αυτογεννητικός — αὐτογεννητικός, ή, όν (Α) [αυτογέννητος] ο σχετικός με την αυτόματη γένεση, την αυθυπαρξία … Dictionary of Greek